ξόβεργα

ξόβεργα
ξόβεργα, η και ξόβεργο, το
βέργα αλειμμένη με κολλητική ουσία για το πιάσιμο των πουλιών, αλλ. ιξόβεργα: Έστηνε παγίδες με ξόβεργες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξόβεργα — και ιξόβεργα, η, και ξόβεργο, το 1. βέργα αλειμμένη με ιξώδη, κολλώδη ουσία, που χρησιμοποιείται ως μικρή παγίδα για τη σύλληψη πουλιών 2. φρ. «πιάστηκε στο ξόβεργο» λέγεται για κάποιον που εντυπωσιάστηκε ή σαγηνεύθηκε από κάποιον ή από κάτι.… …   Dictionary of Greek

  • ασημοφέρνω — παίρνω ασημένιο χρώμα («τρέμουν ασημοφέρνοντας τα μαύρα κυπαρίσσια στα ξόβεργα του φεγγαριού», Κ. Παλαμάς) …   Dictionary of Greek

  • δονακεύομαι — (Α) πιάνω πουλιά με ξόβεργα …   Dictionary of Greek

  • δονακεύς — δονακεύς, ο (Α) 1. συστάδα δονάκων, καλαμιώνας 2. δόναξ, καλάμι 3. αυτός που πιάνει πουλιά με ξόβεργα …   Dictionary of Greek

  • θηρευτής — ο, θηλ. θηρεύτρια (ΑΜ θηρευτής, θηλ. θηρεύτρια) [θηρεύω] 1. κυνηγός 2. μτφ. αυτός που επιζητεί, που επιδιώκει επίμονα κάτι αρχ. 1. (στον Όμ. πάντοτε ως επίθ.) θηρευτικός, κυνηγετικός («ἐν κυσὶ θηρευτῇσιν», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α. «θηρευτὴς ἰξός» η… …   Dictionary of Greek

  • ιξόβεργα — και ξόβεργα, η ράβδος αλειμμένη με ιξώδη ουσία, η οποία χρησιμοποιείται για τη σύλληψη μικρών πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + βέργα] …   Dictionary of Greek

  • κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει …   Dictionary of Greek

  • καλαμίδα — η (Α καλαμίς) [κάλαμος] εργαλείο για τη σύλληψη πτηνών, ξόβεργα αρχ. 1. θήκη γραφικών καλάμων, γραφίδων, κονδυλοθήκη 2. γραφίδα, πένα 3. οδοντογλυφίδα 4. εργαλείο που τό χρησιμοποιούσαν πυρακτωμένο για κατσάρωμα τών μαλλιών 5. είδος καρφοβελόνας …   Dictionary of Greek

  • πουλολόγος — Μεσαιωνικό ποίημα του 14ου αι., γραμμένο στη δημοτική γλώσσα. Αποτελείται από 650 πολιτικούς στίχους. Ίσως το ποίημα γράφτηκε σε κάποια χώρα, της οποίας οι κάτοικοι εξοικειώθηκαν με τα φραγκικά ήθη. Ο τίτλος του ποιήματος οφείλεται στο… …   Dictionary of Greek

  • ράβδος — η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη τού σώματος κατά το βάδισμα είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης, βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα («ταχὺ πηδῶ τῆς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”